-
1 λοχία
-
2 λοχία
λοχίᾱ, λόχιοςof: fem nom /voc /acc dualλοχίᾱ, λόχιοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 λόχια
-
4 λοχια
-
5 Λοχια
-
6 λοχιᾷ
λοχιᾷ· κρυφαία, γεννᾷ, αὔξει, καὶ ἄρτος τῇ Ἀρτέμιδι γενόμενος, καὶ ἁδροὺς ἀστάχυας ἔχουσα, Hsch. [full] λοχιάδες· αἱ ὗλαι, Id. -
7 λοχία
-
8 λόχια
λόχιοςof: neut nom /voc /acc pl -
9 πρωτο-λοχία
πρωτο-λοχία, ὴ, die erste aus λόχοις bestehende Schlachtreihe, Sp.
-
10 συλ-λοχία
-
11 βωμο-λοχία
βωμο-λοχία, ἡ, Bettelei, Poll. 3, 111; Possenreißerei, Speichelleckerei, Plat. Rep. X, 606 c; εἰρωνεία entgegengesetzt Arist. Rhet. 3, 18; Plut. Lyc. 12.
-
12 ναυ-λοχία
ναυ-λοχία, ἡ, das Vorankerliegen, bes. um einem Feinde aufzulauern, App. Mithr. 92.
-
13 δι-λοχία
-
14 ἀριστο-λοχία
ἀριστο-λοχία, ἡ, ein die Geburt beförderndes Kraut, Osterlugei, aristolochia, Linn., Diosc.
-
15 ἡμι-λοχία
-
16 λοχίας
λοχίᾱς, λόχιοςof: fem acc plλοχίᾱς, λόχιοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 λοχίαν
λοχίᾱν, λόχιοςof: fem acc sg (attic doric aeolic) -
18 λόχιος
-
19 сержантский
επ.του λοχία•-ое звание ο βαθμός του λοχία.
-
20 λόχιος
A of or belonging to child-birth, λ. νοσήματα childbed, E. El. 656;ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89
(lyr.), cf. Ion 452 (lyr.); λόχιαι.. Μοῖραι prob. in Id.IT 206 (lyr.);λοχίης ἐκ νηδύος A.R.4.706
.b λόχιαι, αἱ, = λοχεῖαι, Euph.9.11.II Λοχία, ἡ, epith. of Artemis, E.IT 1097, Supp. 958 (both lyr.), cf. SIG1219.33 (Gambreum, iii B.C.):—also [full] Λοχεία, q.v.III λόχια, τά, discharge after child-birth, Hp.Nat. Puer.18, Arist.HA 573a9 (ἡ λοχίη κάθαρσις Hp.Mul.1.29
, al.).2 child-birth, AP7.375 (Antiphil.), 9.311 (Phil.).
См. также в других словарях:
λοχία — λοχίᾱ , λόχιος of fem nom/voc/acc dual λοχίᾱ , λόχιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
λόχια — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… … Dictionary of Greek
λόχια — λόχιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίας — λοχίᾱς , λόχιος of fem acc pl λοχίᾱς , λόχιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοχίαν — λοχίᾱν , λόχιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόχιος — α, ο (Α λόχιος, ία, ον, θηλ. και ίη) [λόχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό… … Dictionary of Greek
ημιλοχία — ἡμιλοχία, ἡ (Α) στρ. μισός λόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λοχία (< λόχος), πρβλ. δι λοχία] … Dictionary of Greek
λοχείος — α, ο (Α λοχεῑος, ία, ον θηλ. και ος) 1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ. β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.) 2 … Dictionary of Greek
PUERPERA — a PUERI partu dicta, olim variis obnoxia fuit ritibus. Mutini fascino insidebat foe mina, ut conciperet: Lupercis quoque sese offerebat, et ferulâ caedebatur caprinâ pelle coriôque tectâ, gestabat praeterea pyxide Lyden, immensô prolis desideriô … Hofmann J. Lexicon universale
επιλοχίας — ο [λοχίας] βαθμός υπαξιωματικού τού στρατού μεταξύ λοχία και ανθυπασπιστή … Dictionary of Greek